- ὀρτυγοκόπος
- ὀρτυγοκόποςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορτυγοκόπος — ὀρτυγοκόπος ον (Α) ικανός στην παιδιά τής ορτυγοκοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
ὀρτυγοκόπον — ὀρτυγοκόπος masc/fem acc sg ὀρτυγοκόπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτυγοκόποι — ὀρτυγοκόπος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορτυγοκοπία — ὀρτυγοκοπία, ἡ (Α) [ορτυγοκόπος] παιδιά κατά την οποία τοποθετούσαν μέσα σε εγγεγραμμένο στο έδαφος κύκλο ένα ορτύκι ειδικά γυμνασμένο, που ο ορτυγοκόπος τό χτυπούσε με τον λιχανό δάκτυλό του ή αποσπούσε τα φτερά τού κεφαλιού του, παιδιά στην… … Dictionary of Greek
ορτυγοκοπικός — ὀρτυγοκοπικός, ή, όν (Α) [ορτυγοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία* ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία* … Dictionary of Greek
ορτυγοκοπώ — ὀρτυγοκοπῶ, έω (Α) [ορτυγοκόπος] παίζω την ορτυγοκοπία … Dictionary of Greek
στυφοκόπος — ὁ, Α (στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγο κόπος] … Dictionary of Greek